του Γιάννη Μπουτάρη (στην Athens Voice)
* Τί κρίμα που και το ΠΑΣΟΚ και ο Συνασπισμός σκέφτηκαν το μικροκομματικό τους συμφέρον και αγνόησαν την υποψηφιότητα αυτού του ανθρώπου στις τελευταίες δημοτικές εκλογές στη Θεσσαλονίκη. Θυμίζω ότι χωρίς να υποστηρίζεται από κανένα κόμμα πήρε 16%! Το αποτέλεσμα; Παπαγεωργόπουλος και όλοι φυσικά χαμένοι... (stel)
Γεννήθηκα το 1942. Η γενιά μου είχε την τύχη να ζήσει, να γευτεί τα γεγονότα που διαμόρφωσαν το σημερινό κόσμο. Τον απόηχο του μεγάλου πολέμου και της ατομικής βόμβας, εμφύλιο πόλεμο, το γερμανικό θαύμα, τη σφυρηλάτηση
του καπιταλισμού (Δ.Ν.Τ., Μπρέντον Γουντς, Παγκόσμια Τράπεζα), το θάνατο των αποικιών (Ντιέν Μπιέν Φου, Ινδία, Αλγέρι, σχηματισμός της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, Κογκό), το τέλος του Απαρτχάιντ και το μακρόσυρτο επιθανάτιο ρόγχο του ρατσισμού στις ΗΠΑ, που μόνο το 2008 σφραγίστηκε με την εκλογή ενός έγχρωμου προέδρου, σοσιαλισμό χωρίς προηγούμενο στις ευρωπαϊκές χώρες, κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ και μετάλλαξη του κομμουνιστικού κινήματος στην Κίνα, τον αχαλίνωτο και καταστροφικό θρίαμβο της ελεύθερης αγοράς, την τηλεόραση, το CNN, τα κινητά και το internet, την πενικιλίνη, τη χημειοθεραπεία και τις μεταμοσχεύσεις, το viagra και πόσα άλλα…
H γενιά μου, η χώρα μου, παρακολουθούσε ή και συμμετείχε στα συμβαίνοντα, από τον Μπελογιάννη και την ΕΡΕ ως την παραμόρφωση των γιορτών του Πολυτεχνείου και τις εξόδους του σαββατοκύριακου, αργιών, εορτών κ.λπ. με ένα ενδιάμεσο υποχρεωτικά διάλειμμα στο γύψο. Πάσχιζε να βρει ένα βηματισμό για να ενταχθεί στους ρυθμούς αυτού του συστήματος που μας επέβαλαν και διαλέξαμε, την ένταξή μας στο δυτικό σύστημα. Σήμερα, μετά το τελευταίο ξέσπασμα μιας απογοητευμένης, οργισμένης και ίσως αποπροσανατολισμένης και κακοφορμισμένης νεολαίας, που θεωρεί ότι Κυριακές και εορτές δεν πρέπει να διαμαρτυρόμαστε και να κάνουμε ταραχές, που προφανώς είχε αφορμή τη διεθνή οικονομική ύφεση, με σαφή όμως την αγωνία και το φόβο για το αύριο, πού βρισκόμαστε;

H γενιά μου, η χώρα μου, παρακολουθούσε ή και συμμετείχε στα συμβαίνοντα, από τον Μπελογιάννη και την ΕΡΕ ως την παραμόρφωση των γιορτών του Πολυτεχνείου και τις εξόδους του σαββατοκύριακου, αργιών, εορτών κ.λπ. με ένα ενδιάμεσο υποχρεωτικά διάλειμμα στο γύψο. Πάσχιζε να βρει ένα βηματισμό για να ενταχθεί στους ρυθμούς αυτού του συστήματος που μας επέβαλαν και διαλέξαμε, την ένταξή μας στο δυτικό σύστημα. Σήμερα, μετά το τελευταίο ξέσπασμα μιας απογοητευμένης, οργισμένης και ίσως αποπροσανατολισμένης και κακοφορμισμένης νεολαίας, που θεωρεί ότι Κυριακές και εορτές δεν πρέπει να διαμαρτυρόμαστε και να κάνουμε ταραχές, που προφανώς είχε αφορμή τη διεθνή οικονομική ύφεση, με σαφή όμως την αγωνία και το φόβο για το αύριο, πού βρισκόμαστε;
Παρακολουθώ με μαζοχιστική διάθεση κυρίως τις εφημερίδες και αναπόφευκτα και την TV, φωνές από παντού κι από ανθρώπους σκεπτόμενους και μη, την απέχθειά τους και την περιγραφή για όσα συμβαίνουν και προτάσεις για το τι πρέπει να γίνει σε όλα τα θέματα. Στην αγορά, στα πανεπιστήμια, στη δημόσια διοίκηση, στην παραγωγή, πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή, στην εκκλησία, στα «εθνικά θέματα», στο περιβάλλον, στην κοινωνία μας γενικότερα.
Και τα κόμματα; Αυτοί οι φυσικοί φορείς της εξουσίας; Αυτοί που ο κόσμος έταξε να δίνουν το ρυθμό και την πνοή στην κοινωνία μας; Το κόμμα της μεγάλης ακινησίας, το ΚΚΕ, έχει ξεπεράσει τα όρια της γραφικότητας και θυμίζει πτώμα με περίεργες μυρωδιές που κάθε πτώμα αποπνέει. Η αριστερά, ενωμένη ή μη ενωμένη, δεν ενδιαφέρει και πολύ, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αν ήμασταν σε λούνα παρκ ως το δωμάτιο της «μεγάλης απογοήτευσης», φαίνεται να χάνει, να κλωτσάει τις ευκαιρίες, να μη θέλει να κυβερνήσει, να αναλάβει τις ευθύνες. Ας μη σχολιάσω καλύτερα το ΛΑΟΣ, που θυμίζει γυψάδικο με τις εθνικοσοσιαλιστικές του αντιλήψεις και γαρνιτούρα ράσα. Τα άλλα δύο μεγάλα κόμματα όμως που αποφάσισαν να μοιράζονται την εξουσία; Αυτά που έχουν τη μεγάλη ευθύνη; Τι κι αν υπάρχουν φωνές μέσα και στα δύο αυτά μορφώματα εξουσίας που αντιδρούν; Ο Αβέρωφ είπε κάποτε ότι όποιος βγει από το μαντρί τον τρώει ο λύκος. Θα προσέθετα σαν μια παράλληλη σκέψη για τα κόμματα εξουσίας, μ’ όλο το σεβασμό, ότι τα νεογέννητα αρνιά τα σφάζουν κάθε χρόνο το Πάσχα. Τα κόμματα θυμίζουν το παιχνίδι με τις καρέκλες, αυτό που κάθε φορά που σταματάει η μουσική βγάζουν και μια καρέκλα. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να προλάβουν να καθίσουν στις καρέκλες που μένουν.
Τα κόμματα, όχι μόνο τα κόμματα εξουσίας, σκότωσαν την πολιτική. Και μαζί με την πολιτική σκότωσαν και την ελπίδα. Οι εκλεγμένοι ξέχασαν για ποιο λόγο μπαινοβγαίνουν στη Βουλή. Θεωρούν ότι μια από τις κύριες δουλειές τους είναι να στέλνουν ευχετήριες κάρτες. Η άλλη είναι να βγαίνουν βαρύγδουποι και περισπούδαστοι στα παράθυρα. Ανήγαγαν το περίφημο πολιτικό κόστος στον κύριο άξονα και λόγο ύπαρξής τους. Τα κόμματα και οι πολιτικοί σταμάτησαν εδώ και πολύ καιρό να παράγουν πολιτικά οράματα. Γιατί τι άλλο μπορεί να είναι η πολιτική από την παραγωγή οράματος; Ακούμε, απ’ τα χείλη των ανθρώπων που ορίζουν εντέλει τη ζωή μας, «μέτρα για τη βελτίωση των συνθηκών», που στην πράξη αποδεικνύονται όλα μέτρα για τη διατήρηση του συστήματος, μέτρα που φοβούνται να αντιμετωπίσουν το αύριο, απλά τακτοποιούνε όπως όπως το χθες.
Οι πετυχημένες προσπάθειες, τα οράματα των ανθρώπων να μας βάλουν στην Ε.Ε., να αλλάξουν τη δραχμή της ψωροκώσταινας και να μας δώσουν νομίσματα με αντίκρισμα, να βάλουν στο παιχνίδι τη μισή Ελλάδα που επίμονα κρατιόταν εκτός, και φαντάζομαι όλοι καταλαβαίνουν τι και ποιους εννοώ, έμειναν από καύσιμα. Γιατί το σύστημα θέλει ακινησία που δεν παράγει, το σύστημα τείνει στο απόλυτο μηδέν. Ανακατεύτηκα κάποια στιγμή με την πολιτική, αυστηρά και μόνο με την τοπική αυτοδιοίκηση. Ανακατεύτηκα με την πεποίθηση του think globally, act locally. Θεωρώ ότι η πολιτική είναι η ζωή αυτή καθαυτή, αυτό που μας κάνει ίσως να διαφέρουμε απ’ τον κόσμο της ζούγκλας. Θεώρησα χρέος μου να εμπλακώ σε άλλο επίπεδο στη δημόσια ζωή, πέρα από τις κινήσεις πολιτών και τις μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα οργανώσεις. Διαπίστωσα αυτό που διαισθανόμουν. Όλοι που εμπλέκονται στη δημόσια ζωή με διάθεση προσφοράς, εντέλει αντιμετωπίζουν μια μαύρη τρύπα που ρουφάει τα πάντα, δεν επιβιώνει τίποτα.
Σε δεύτερη σκέψη αισθάνθηκα ντροπή, μεγάλη, ατελείωτη και βασανιστική ντροπή. Για τη γενιά μου. Αυτή που είδε και γεύτηκε όλα αυτά που έγιναν στον κόσμο τα τελευταία πενήντα χρόνια και δεν κατάλαβε τίποτα. Ντροπή γιατί έχει ακόμη την αναιδή απαίτηση να βρίσκεται στη σκηνή και να προτείνει μέτρα. Γιατί δεν έχει επίγνωση ότι όλα αυτά τα πενήντα χρόνια όχι μόνο δεν κατάφερε να παρακολουθήσει ενσυνείδητα τα διεθνή συμβαίνοντα, αλλά θεωρεί αυταπόδεικτο ότι κάνει αυτό που πρέπει. Δεν αντιλαμβάνεται ότι τις μεγάλες ευκαιρίες τις έκαψε η ανικανότητά της να καταλάβει. Εντέλει ντροπή και θυμός μαζί. Ντροπή γι’ αυτά που έκανε και δεν έκανε η γενιά μου. Θυμός γιατί δεν φουσκώνει το μεγάλο κύμα που θα κάνει αυτή τη γενιά να πάρει τα βουνά, ν’ αφήσει τους νέους ανθρώπους που αγωνιούν όχι στο δρόμο με διακοπές, ούτε στις καταλήψεις στο πανεπιστήμιο. Αυτούς που δουλεύουν σιωπηλά και ονειρεύονται κάτι πιο απλό, πιο χειροπιαστό, πιο εφικτό. Αυτούς που αντιμετωπίζουν κάθε μέρα την απογοήτευση και δεν χάνουν την ελπίδα τους ότι κάτι μπορεί να γίνει. Αυτούς που στις δημοσκοπήσεις ψηφίζουν τον Κανένα.
Ντροπή λοιπόν, θυμός και τώρα απελπισία, όχι απογοήτευση αλλά απελπισία. Η απογοήτευση μπορεί να είναι στιγμιαίο έγκλημα. Η απελπισία είναι θάνατος.
Το κείμενο αυτό δεν είναι τεχνικό ούτε διεκδικεί κατάθεση προτάσεων ή λύσεων για όσα καλά ή κακά συμβαίνουν. Είναι απλά μια φωνή απελπισίας εναντίον της ακινησίας. Η γενιά μου δεν μπορεί να ελπίζει τίποτε πια. Τα ’κανε μούσκεμα. Ώρα λοιπόν να φεύγουμε. Αλλά πριν φύγουμε να κάνουμε μια έκκληση σ’ αυτούς τους ανθρώπους που ψηφίζουν Κανένα, σ’ αυτούς τους ανθρώπους που σκοτώνουν την ελπίδα με ελαφριά συνείδηση, σ’ αυτούς που μολύνουν τις λίμνες και τα ποτάμια, σ’ αυτούς που παρκάρουν στα πεζοδρόμια, σ’ αυτούς που συνωστίζονται στα εμπορικά κέντρα, σ’ αυτούς που λένε φταίνε οι άλλοι και προσπαθούν να κάνουν και τα παιδιά τους έτσι. Μην κάνετε αυτό που κάναμε εμείς. Βγάλτε από πάνω σας την ακινησία, πάρτε μόνο όσα καλά έγιναν απ’ τη γενιά μας, γιατί έγιναν και κάποια καλά, δικαιώστε αυτούς που προσπάθησαν. Βέβαια ό,τι είναι να γίνει θα γίνει, και φυσικά το καλύτερο είναι αυτό που συμβαίνει και θα συμβεί! Ας μην το αφήσετε μόνο του.
Το κείμενο αυτό είχε αφορμή ένα κείμενο του Ιωακείμ Γρυσπολάκη, Πρύτανη του Πολυτεχνείου Κρήτης, που δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ στις 16.12.08, και αυτή την ακλόνητη πεποίθησή μου ότι πρέπει οι τριαντάρηδες-σαραντάρηδες ν’ αποφασίσουν επιτέλους να συγκρουστούν. Γιατί δεν γίνεται ομελέτα χωρίς να σπάσεις αυγά.
1 σχόλιο:
Το πρόβλημα δεν είναι πρόβλημα εξοβελισμού μιας γενιάς ή οι χαρακτηρισμοί τύπου «αποπροσανατολισμένης και κακοφορμισμένης νεολαίας», αλλά οι αντιφάσεις, η σύγχυση και η εύκολη ρητορική που αποτυπώνεται και σε αυτό το άρθρο.
Δίπλα στο αίσθημα ντροπής και απογοήτευσης για την ακινησία και για το ότι «δεν παρακολουθήσαμε αυτά που έγιναν στον κόσμο», υπάρχει ο ενθουσιασμός για τα οράματα και τις πετυχημένες προσπάθειες να μπούμε στην ΕΕ και στο Ευρώ, το να μπει η άλλη μισή αποκλεισμένη Ελλάδα στο παιχνίδι κλπ.
Ενώ η ισοπέδωση και η απελπισία για το πολιτικό σύστημα και τα κόμματα είναι απόλυτη στο άρθρο («απόλυτο μηδέν», «μαύρη τρύπα», «σκότωσαν την πολιτική και την ελπίδα» κλπ), αγνοείται το ότι μέσα από τα υπάρχοντα πολιτικά ρεύματα έχουν αναδειχθεί πολιτικές και πρόσωπα που πρόσφεραν και δικαιώθηκαν. Δεν υπάρχει άλλη δημοκρατική πολιτική πρόταση στα αδιέξοδα του σήμερα και πιστεύω ότι είναι άσχετη η αναφορά στο άρθρο σε «ενδιάμεσο υποχρεωτικά διάλειμμα στο γύψο».
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι δεν έχουμε σήμερα σοβαρά προβλήματα λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, προγραμματικού πολιτικού λόγου, κοινωνικής συνοχής, κοινωνικής συμπεριφοράς, οικονομικής αποτελεσματικότητας, προστασίας του περιβάλλοντος.
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια νέα αποτελεσματική πολιτική και αξιόπιστα πρόσωπα που θα αποτελέσουν τη νέα συνταγή. Εγώ πιστεύω ότι αυτά θα προέλθουν από το ευρωπαϊστικό σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό ρεύμα. Άλλοι από άλλα ρεύματα. Οι πολιτικές όμως διαμορφώνουν τις πραγματικές αντιθέσεις, τη νέα προοπτική, την αγωνιστική διάθεση και τη συμμετοχή και όχι ο μηδενισμός, οι «φωνές απελπισίας», οι εκκλήσεις «να φύγουμε» ως γενιά (αλήθεια ποια γενιά παλιότερη ή νεώτερη λάμπει και ξεχωρίζει στο σύνολο της γενικώς και αορίστως;).
Δημοσίευση σχολίου